- ἀδαίδαλτος
- ἀδαίδαλτος, ον,A not carved, plain, Orph.A.403.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδαίδαλτος — ἀδαίδαλτος, ον (Α) [δαιδάλλω] ο χωρίς τέχνη κατασκευασμένος, αποίκιλτος, απέριττος, απλός … Dictionary of Greek
ἀδαιδάλτοις — ἀδαίδαλτος not carved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)